- οιακοφόρος
- οἰακοφόρος, ιων. τ. οἰηκοφόρος, ὁ (Α)πηδαλιούχος, οιακονόμος, οιακοστρόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
οιηκοφόρος — οἰηκοφόρος, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. οἰακοφόρος … Dictionary of Greek